Ερμηνευτικό Λεξικό


Λεγνεύτηκα
Έπαθα μεγάλο κακό

Μπάκα
κοιλιά.

Μπουκουβάλα
Γάλα με μπουκιές μαλακωτό ψωμί.

Μυθίες
Μικρά παραμυθάκια (στα Μανιάτικα).

Νέμα
Το νήμα, η κλωστή (στα Μανιάτικα).

Ντελέγκα – Ντελέγκα
Γρήγορα – γρήγορα. (Μάνης λέξη)

Ξαχιούρης
Ο σκορποχέρης, ο σπάταλος. (Μανιάτικη λέξη)

Ορδινιά
Προετοιμασία (στα Μανιάτικα).

Κοτοκάθια
Εκεί που κούρνιαζαν οι κότες τη νύχτα. (στα Μανιάτικα).

Τίκλα
Πλάκα από σχιστόλιθο για ψήσιμο πίτας. (Μανιάτικη λέξη)

Τράφος
Τείχος που χωρίζει δύο ανισόπεδα λαχίδια χωραφιού (Μανιάτικη διάλεκτος)

Τσαγανά – τσαγανά
Σιγά – σιγά αθόρυβα. «Ήρτες τσαγανά – τσαγανά». (Μανιάτικα)

Χαρανιάστρες
Εκεί που έβραζαν τα λούπινα. Οι λιάστρες. (Μανιάτικη διάλεκτος)

Καβάφης ιθάκη
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις, αν μέν η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει. Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου. Να εύχεσαι να ναι μακρύς ο δρόμος. Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένους· να σταματήσεις σ εμπορεία Φοινικικά, και τες καλές πραγμάτειες ν αποκτήσεις, σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους, και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά· σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας, να μάθεις και να μάθεις απ τους σπουδασμένους. Πάντα στον νου σου να χεις την Ιθάκη. Το φθάσιμον εκεί είν ο προορισμός σου. Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου. Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει· και γέρος πια ν αράξεις στο νησί, πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο, μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Τσαγανά – τσαγανά
Σιγά – σιγά αθόρυβα. «Ήρτες τσαγανά – τσαγανά». (Μανιάτικα)

Πελενά
Τετράγωνο ύφασμα. Μέσα σ’ αυτήν δίπλωναν διάφορα πράγματα και την ζαλωνόντουσαν. (Μανιάτικη διάλεκτος)

Αντιβαδιάζω
Κοροϊδεύω, ξεγελώ, εξαπατώ. (Μανιάτικη λέξη).

Αντραμάκι
Φόρα στο ξεκίνημα «πήρε αντραμάκι». (Μανιάτικη λέξη)

Βασιλίκι
Παιδικό παιχνίδι με κότσι αρνιού ή κατσικιού. (Μανιάτικη λέξη)

Βολοκόπος
Αυτός που ακολουθούσε το ζευγολάτη και με την αξίνα του θρυμμάτιζε το χώμα. (Μανιάτικη λέξη)

Βρουλέα
Πλατύγυρο καπέλο φτιαγμένο από χοντρό «πλεμάδι». (Περιοχή Μάνης).

Γηστέρνα
Υπόγεια υδατοδεξανενή που γέμιζε με νερό βροχής. (Περιοχή Μάνης).

Γουρνοπούλα
γουρουνόπουλα

Δίκορος
αυτός που έχει δύο κλαδιά. Ο διχαλωτός. (Μανιάτικης προέλευσης).

‘Εγιουρναν
άλλαζαν δρόμο και σταματούσαν κάπου. (Μανιάτικη λέξη)

Έχω δικοσύνη
Είμαι συγγενής.

Καμούσι
Το τελευταίο κρασί

Καράκλα
Ορθάνοιχτα (Μανιάτικη φράση που αναφέρεται στα πορτοπαράθυρα)

Ανασκουμπούτα
Τούμπα. «τον έφερα ανασκουμπούτα». (Μανιάτικη λέξη)

Σφελίδα
Στενόμακρο κομμάτι κυρίως σκληρού τυριού. (στα Μανιάτικα)

Διπουτσοσε
έδεναν τα κατσίκια απο τα πόδια. (Μανιάτικη λέξη)

Κατσίγαρος
Το λιόζουμο μετά τη διαλογή του λαδιού.

Κλωσσούδες
Οι κότες που κλωσάνε (επωάζουν) αυγά. (Μανιάτικη).

Ρέφουλο
Πνοή, φύσημα αγέρα. (Μανιάτικη φράση)

Ρόμπα
Ο ξεφτύλας, ρεζίλης ευτελής. (Η λέξη αυτή λέγεται πλέον σε όλη την Ελλάδα, αλλά ξεκίνησε από τη Μεσσηνία.

Σκούζω
φωνάζω.