Ερμηνευτικό Λεξικό


Τσαγανά – τσαγανά
Σιγά – σιγά αθόρυβα. «Ήρτες τσαγανά – τσαγανά». (Μανιάτικα)

Τσαγανά – τσαγανά
Σιγά – σιγά αθόρυβα. «Ήρτες τσαγανά – τσαγανά». (Μανιάτικα)